κοτυλοειδής

κοτυλοειδής
κοτυλ-οειδής, ές,
A cup-shaped,

χώρη Hp. Art.79

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοτυλοειδής — ες (Α κοτυλοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κοτύλης, κυπέλλου, ποτηριού (α. «κοτυλοειδής κοιλότητα τής λεκάνης» β. «κοτυλοειδὴς χώρη», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • κοτυλώδης — κοτυλώδης, ῶδες (Α) [κοτύλη] αυτός που μοιάζει με κοτύλη, κοτυλοειδής …   Dictionary of Greek

  • κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

  • σύρτης — ο, ΝΑ, και σούρτης Ν [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικό ή ξύλινο μάνταλο θύρας ή παραθύρου το οποίο κινείται παλινδρομικά για την ασφάλιση ή απασφάλισή τους 2. κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί το κοπάδι 3. αυλάκι που ανοίγεται σε ορεινές πλαγιές για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”